- κυλινδροποιώ
- μετασκευάζω κάτι και τού δίνω σχήμα κυλίνδρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ποιώ (< ποιώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυλινδροποίηση — η [κυλινδροποιώ] το να μετασκευάζεται μια ύλη και να δίνεται σε αυτήν κυλινδρικό σχήμα … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek